- κελόσια
- ηβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας αμαρανθίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. celosia < κήλεος «αυτός που καίγεται»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βελούδο — Ύφασμα χνουδωτό το οποίο χρησιμοποιείται ευρύτατα στην κατασκευή ενδυμάτων, στην επίστρωση επίπλων και γενικά στη διακόσμηση εσωτερικών χώρων. Αποτελείται από δύο στοιχεία: το ύφασμα της βάσης και το χνούδι. Το β. μπορεί να παραχθεί από νήματα… … Dictionary of Greek